πίεστρον

πίεστρον
πῐεσ-τρον, τό,
A = πιεστήριον, Hp.Mul.1.70, Gal.19.104, 130.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πίεστρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέστρῳ — πίεστρον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίεστρο — το / πίεστρον, ΝΑ το πιεστήριο νεοελλ. 1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά. 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”